υλισμός

υλισμός
Φιλοσοφικό σύστημα, που θεωρεί την ύλη ως την ουσία και την πρώτη αρχή των όντων και θέτει σε δεύτερη μοίρα ή και αρνείται το πνεύμα. Παίρνει τη μορφή του μηχανικού υ. εφόσον θεωρεί την ύλη ως ουσία που έχει μηχανικές μόνο ιδιότητες. Στην περίπτωση αυτή, τα πιο περίπλοκα φαινόμενα (βιολογικά, ψυχολογικά, ιστορικοκοινωνικά κλπ.) θεωρούνται ως απλές μηχανικές διαδικασίες και η διαφορά τους από τις τελευταίες θεωρείται μόνο ως φαινομενική ή απατηλή. Όλες οι ιδιότητες, π.χ. εκείνες που λέγονται πνευματικές, εξηγούνται ως τρόποι ύπαρξης ή οργάνωσης της ύλης (η σκέψη, π.χ., παρουσιάζεται ως «έκκριση» του εγκέφαλου). Στη μηχανοκρατική μορφή του (μηχανοκρατία) ο υ. παρουσιάζεται ως υποστηρικτής μιας άκαμπτης φυσικής αιτιοκρατίας, στην κατεύθυνση του ατομικισμού του Δημόκριτου. Μια άλλη μορφή είναι η μορφή του εξελικτικού υ., που σέβεται το ετερογενές των διαφόρων επιπέδων του φυσικού κόσμου, ακόμα και όταν τα δέχεται ως στάδια στα οποία έφτασε η ύλη στην πορεία της εξελικτικής διαδικασίας της. Η αισθητηριακή και νευρική ενέργεια θεωρείται ή ως ιδιότητα που ενυπάρχει και στις πιο στοιχειώδεις μορφές του υλικού κόσμου (υλοζωισμός), και που αναπτύσσεται έπειτα στην πορεία της εξέλιξης, ή ως ιδιότητα που αποκτήθηκε σε ορισμένο στάδιο της εξέλιξης. Οπωσδήποτε, ακόμη και στις μορφές του λεγόμενου διαλεκτικού υ. η ύλη νοείται πάντα ως προικισμένη από την αρχή με ένα κίνητρο ή εσωτερική «αντίφαση», που την ωθεί προς την εξελικτική κίνηση. Επειδή χαρακτηριστικό όλων των μορφών υ. είναι το να θεωρούν το «πνεύμα», τη «νόηση» κλπ. ως δευτερεύον και παράγωγο επίπεδο, ως «αντανάκλαση» του φυσικού κόσμου, ο υ. παρουσιάζεται τις περισσότερες φορές και ως αθεϊσμός, ως άρνηση δηλαδή μιας αρχικής πνευματικής οντότητας που δημιούργησε και οργάνωσε το σύμπαν. Στη γνωσιολογία ο υ. υποστηρίζει, σε αντίθεση με τον ιδεαλισμό, ότι η αλήθεια της γνώσης συνίσταται στην εξίσωση ή στην αντιστοιχία της σκέψης με τα πράγματα που υπάρχουν έξω από εμάς. Με την έννοια αυτή, ο υ. μπαίνει στο χώρο του λεγόμενου φιλοσοφικού «ρεαλισμού». Ο υ., τα τελευταία χρόνια, γνώρισε πολλές αμφισβητήσεις και πολλοί ασχολήθηκαν με την αναθεώρηση βασικών του αρχών. Παρά το γεγονός αυτό, ο υ. εξακολουθεί να επηρεάζει σημαντικό αριθμό φιλοσόφων, σε αρκετά δε κράτη είναι επίσημα αποδεκτός. Πίνακας που απεικονίζει το Μαρξ να μιλάει σε κοινό που τον παρακολουθεί με προσοχή.
* * *
ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. (φιλοσ.-κοινων.) το ένα από τα δύο κύρια ρεύματα τής φιλοσοφίας, το οποίο, σε αντίθεση με τον ιδεαλισμό, θεωρεί ως πρωταρχικό παράγοντα, ως θεμελιώδες στοιχείο τού κόσμου την ύλη και ως δευτερεύον, παράγωγο, εξαρτημένο στοιχείο τη συνείδηση, το πνεύμα, τις ιδέες, αλλ. ματεριαλισμός
2. (κατ' επέκτ.) νοοτροπία που κατευθύνεται προς τις υλικές απολαύσεις και τα υλικά αγαθά
3. φρ. α) «αυθόρμητος υλισμός»
(φιλοσ.) η πεποίθηση που πηγάζει από την πρακτική τής καθημερινής ζωής για την εξ αντικειμένου ύπαρξη τής πραγματικότητας η οποία μάς περιβάλλει, όπως αυτή παρουσιάζεται και προσπίπτει στις αισθήσεις μας
β) «διαλεκτικός υλισμός»
(φιλοσ.) η φιλοσοφική αντίληψη που θεμελίωσαν ο Καρλ Μαρξ και ο Φρήντριχ Ένγκελς και η οποία συνδυάζει οργανικά τον υλισμό με τη διαλεκτική και επεκτείνει την υλιστική θεώρηση στην ερμηνεία τών κοινωνικών φαινομένων, έχοντας ως βασικές αρχές της την εξ αντικειμένου, ανεξάρτητα από τη συνείδηση ή το πνεύμα, ύπαρξη τού κόσμου, την υλική ενότητά του, την καθολική αλληλεξάρτηση τών φαινομένων, τον πρωταρχικό ρόλο τών εσωτερικών αντιθέσεων και την αυτοκίνηση
γ) «ιστορικός υλισμός»
(κοινων.-φιλοσ.) βλ. ιστορικός
δ) «μηχανιστικός υλισμός»
(φιλοσ.) υλιστική φιλοσοφική αντίληψη που εξηγεί το σύμπαν με μηχανιστικό τρόπο και ερμηνεύει όλα τα φαινόμενα κατ' αναλογίαν προς τα μηχανικά φαινόμενα
ε) «οικονομικός υλισμός»
(φιλοσ.) μονομερής υλιστική αντίληψη σε ό,τι αφορά την κοινωνία, η οποία απολυτοποιεί τον καθοριστικό ρόλο τού οικονομικού παράγοντα στην κοινωνική εξέλιξη και αρνείται τον ενεργό ρόλο τών ιδεών, τών θεσμών, τών πολιτικών οργανώσεων και, γενικά, τής συνειδητής δραστηριότητας τών ανθρώπων στην εξέλιξη αυτή
στ) «φιλοσοφικός υλισμός»
(φιλοσ.) ο υλισμός που εμφανίστηκε κατά την εξέλιξη τών ιδεών ως συνειδητή επιλογή και επεξεργασία
ζ) «χυδαίος υλισμός»
(φιλοσ.) απλουστευτική υλιστική φιλοσοφική θεώρηση που ανάγει τα πάντα στην ύλη ταυτίζοντάς την με τη συνείδηση, με το πνεύμα, με τις ιδέες, τα οποία θεωρεί ως άμεσα εκκρίματά της
αρχ.
διήθηση, στράγγισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλίζω «διηθώ, στραγγίζω» (< ὕλη, καθίζημα, κατακάθι). Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική τού γαλλ. materialisme (< material «υλικός»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υλισμός — ο 1. φιλοσοφική θεωρία που δέχεται ότι η ύλη είναι η μόνη πραγματικότητα και η μόνη ουσία στα υλικά και άυλα, ορατά και αόρατα του σύμπαντος, και που αρνείται την ύπαρξη της ψυχής και του Θεού, η υλοδοξία, ο ματεριαλισμός. 2. η νοοτροπία εκείνων… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑλισμοῦ — ὑλισμός fusio masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοσιαλισμός — Σε ευρύτατη έννοια περιλαμβάνει κάθε σύστημα στο οποίο υπερισχύουν οι απαιτήσεις της κοινωνίας σε αντίθεση προς τις ατομιστικές τάσεις, που χαρακτηρίζουν το φιλελευθερισμό. Σε στενότερη όμως έννοια ταυτίζεται με το μαρξισμό, ενώ ανάλογες σχέσεις… …   Dictionary of Greek

  • διαλεκτική — Η «τέχνη του διαλέγεσθαι» κατά την ετυμολογία του όρου. Γενικότερα ο όρος δ. υποδηλώνει την αντιπαραβολή των αντιθέσεων και την ανάπτυξη του διαλόγου τους, με αποτέλεσμα την άρση, την εναρμόνιση ή τη νέα σύνθεσή τους. Η δ. υπήρξε μέθοδος τόσο των …   Dictionary of Greek

  • -ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …   Dictionary of Greek

  • αθεϊσμός — Φιλοσοφικός όρος ο οποίος αποδίδεται σε κάθε αντίληψη σχετικά με τον κόσμο και η οποία αρνείται κατά οποιονδήποτε τρόπο την ύπαρξη θεού. Ο Πλάτων στο έργο του Νόμοι θεωρεί ως κύρια μορφή α. τον υλισμό. Επειδή ο υλισμός θεωρεί πράγματι τον φυσικό… …   Dictionary of Greek

  • δυϊσμός — Θεωρία η οποία δέχεται την ύπαρξη δύο αρχών, οι οποίες είναι αδύνατο να αναχθούν η μία στην άλλη. Ειδικότερα, στη μεταφυσική ο όρος δ. αναφέρεται στη θεωρία που αναγνωρίζει δύο πρωταρχικά και μη αναγώγιμα στοιχεία: τη σκέψη, το πνεύμα ή την ιδέα… …   Dictionary of Greek

  • εμπειριοκριτικισμός — Γερμανική φιλοσοφική θεωρία, της οποίας κύριοι εκπρόσωποι υπήρξαν ο Αβενάριος και ο Μαχ. Η θεωρία αυτή δέχεται ως σκοπό της γνωσιολογίας την αποκατάσταση της καθαρής εμπειρίας, απαλλαγμένης από κάθε μεταφυσική αντίληψη. Απομακρύνεται, συνεπώς,… …   Dictionary of Greek

  • ιστορία — Επιστήμη που εποπτεύει την πορεία των γεγονότων που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, συλλέγοντας και εξετάζοντας με κριτικό πνεύμα το σύνολο των πηγών. Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα… …   Dictionary of Greek

  • ιστορικός — ή, ό (ΑΜ ἱστορικός, ή, όν) [ιστορία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιστορία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ιστορικός μελετητής τής ιστορίας και συγγραφέας σχετικού έργου νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει στην ιστορική πραγματικότητα, ο πραγματικός, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”